κρανιοτομία

κρανιοτομία
η
οστεοτομία τού θόλου τού κρανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. craniotomie < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -tomie (< νεώτ. λατ. -tomia < -τομία < -τόμος < τέμνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Δ. Πετρίνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κεφαλοτομία — η κρανιοτομία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλοτομῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Κωννο Σάθα] …   Dictionary of Greek

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

  • τρυπανισμός — ο 1. τρυπάνιση (βλ. λ.). 2. κρανιοτομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”